Новогреческий словарь
έμβασμα
έμβασμα
το
денежный перевод
;
~ εκ... — перевод на сумму...
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
денежный перевод
? —
έμβασμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
έμβασμα
? — денежный перевод
#
(ново)греческий словарь
—
επισκότιση
—
σπεράντσα
—
καριοφίλι
—
μαστοειδής
—
χαλκευτήριο
—
υψώνομαι
—
βλοσυρότητα
—
φαύλος
—
ζίκ-ζάκ
—
μεροκαματιάρης
—
επιμαρτυρώ
—
ανθοστόλιστος
—
μικροχημικός
—
οδήγημα
—
μικροτεχνία
—
ξυλομετρική
—
παραπονετικός
—
κλείθρο
—
ψιλογνέθω
—
ιεράρχηση
—
επίσκοπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве