|
αόρ. от έρχομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ήρθα? — — έλιξ — τυράς — δικρανίζω — μονοτύπης — κατασυντρίβω — ανεψιά — ισοϋψής — ομιλητικά — θαλασσοπλοΐα — αθεμέλιωτος — πολφικός — αντλητήρας — πηλοπλαστικός — επαγώγιμον — ατελέσφορος — ιατρικό — παραμοιάζω — ανέ — αποφλεγμαχισμός — ειδήμων — τμηματικώς |
|||