|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βουλκανιζατεράς? — — ασούφρωτος — δέομαι — αραδίζω — σκοινάκι — καφέ-αμάν — καρυοειδής — αποδόμηση — ευωδία — λιόκρουγμα — βαθύφωνος — έμπληκτος — αναπεταννύω — μεταγένεσις — βόας — ένηχος — υδροθώραξ — βουτώ — ξαναφτιάχνω — καμηλιέρισσα — φαγί — παιδικός |
|||