|
η мед. клинотерапия (лечение постельным режимом.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клинотерапия? — κλινοθεραπεία как с (ново)греческого переводится слово κλινοθεραπεία? — клинотерапия — ράντσο — μεσαίος — μικροκεφαλία — σιδεροστιά — ποδηλατικός — εκτιναγμός — μεταπουλάω — πιεζομετρία — πρόνοια — υποχόνδριον — διασταλτός — γαλακτοφόρος — αποθησαύρισμα — εικονογραφικός — απανθράκωση — αγωνοθετώ — βλεφαρόσπασμος — τερηδονίζομαι — επιτίμια — αυτοφωτογράφηση — ιππάριον |
|||