|
Порт #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Λιμενικό? — — βαράθρωση — μάγευμα — μήλο — αντιμετριέμαι — αδούλευτος — απολιθωμένος — καβλί — ακορδέλλιοστος — γλώσσημα — ομολογητής — αλυσίδα — ρέφερης — αμαρτία — κουκουβιάζω — εγχώριος — εξαγνιστικός — εμπορευματολογία — βαφείο — βρίσιμο — φλανέλλα — παπιγιόν |
|||