|
το креп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово креп? — κρέπι как с (ново)греческого переводится слово κρέπι? — креп — κοροϊδεύτρα — γουρλίτικος — γεννησιά — γαλατόπιττα — παραγνωρίζομαι — συλλογιούμαι — ορθάνοιχτος — ξεδόντιασμα — μεθαυριανός — τήραγμα — ανυφαντό — κλακέρ — παλαιοελλαδίτισσα — λογικό — τροχάω — μηνιγγιτικός — βοϊδάκι — κατσαμακλού — προμηθεύω — νεόνυμφη — σταχτοπούτα |
|||