|
некровопролитный; бескровный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово некровопролитный? — αναίμαχτος как на (ново)греческом будет слово бескровный? — αναίμαχτος как с (ново)греческого переводится слово αναίμαχτος? — некровопролитный, бескровный — φιόγκος — κορνεττίστας — εκβουτύρωση — προκαταβολικώς — σόδημα — μήτρα — νιόφαντος — αλλογενής — ανακύκληση — σκαφτικά — μάτ — χυμευτικός — βιβλιοθηκονόμος — έλιγμα — λειψοφέγγαρο — ανεκδοτολογία — στύλωση — εξοντώνομαι — αγριότητα — σουφραζέττα — Κοκκινοσκουφίτσα |
|||