|
η улучшение; ~ τού καιρού (τής κατάστασης ασθενούς) — улучшение погоды (состояния больного) ; ~ τών τιμών — снижение цен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово улучшение? — βελτίωση как с (ново)греческого переводится слово βελτίωση? — улучшение — υπερβάλλω — αστοχία — ανημέρωτος — επικρέμαμαι — βίκα — σκορδοφαγία — υπουργία — ροκοκό — κλότσος — αποκρυφτώ — οινοπώλης — στραβίζω — αστρομαντεία — ισόβαρος — πυρωμένος — διανυκτέρευση — μεσουράνηση — αγριεύω — αλευτέρωτος — άσπονδος — σκήτη |
|||