|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πολυθέλω? — — δοκουμέντο — πολυσύνθετος — κεφαλαιοποίηση — μαρξικο-λενινικός — κηρίο — ανταλλασσόμενος — ξυπνώ — όξυνση — χρωματίνη — ημιμάθεια — άσογος — γυμνοθεραπεία — ξυλοσχίστης — σημερινός — αχεροσκεπή — πεζοπόρος — τετραώροφος — φυσιοθεραπεύτρια — ευμαρής — φωτεινότητα — καταχτήτρια |
|||