|
αόρ. от γίνομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έγινα? — — αφυλάκιστος — τουρκεύω — κακοχωνεύω — αδαής — δέλτα — ντιβανάκι — κρέντιτο — αντιμέμφομαι — νεωκόρος — βαθούλωμα — εγχυματίζω — αγαθωνυμία — πολωτής — κανελλύς — διεμβολή — κεντημένος — ορειχαλκουργία — ξινόμηλο — διαλυτικός — μανία — αρχισυντάχτης |
|||