|
коленопреклонённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коленопреклонённый? — γονυπετής как с (ново)греческого переводится слово γονυπετής? — коленопреклонённый — επιτηδευμένος — πολυβολείο — Τηλέμαχος — μπουζίκα — χασίσι — αποκούρεμα — αποταγή — αρμονικότητα — δίδακτρα — εστέρες — αδιάτρητος — μυημένος — αποζευγώ — κιτρινοπούλα — περίζωσμα — επίφοβος — μαρκονιστής — βιοαποικοδομήσιμος — επιπλήττω — συνεχώς — τυπάς |
|||