|
η фортификация (наука) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фортификация? — οχυρωτική как с (ново)греческого переводится слово οχυρωτική? — фортификация — στολίστρα — εκτορεύς — ματαιολογία — πλατύνω — αντιστρατιωτισμός — άνοπτος — εξομολογιέμαι — στεφανηφορώ — ολοφυρμός — βουλγάρα — κείμενος — πομάδα — δευτερόκλιτος — σπιρουνάρω — υπεροχή — σέβομαι — ανάμιξη — μουράγιο — ατάξιδος — σειριώ — ξεχορταριαστής |
|||