|
присущий мулу; ~ο πείσμα — ослиное упрямство; ~ο κεφάλι — упрямая голова, упрямец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово присущий мулу? — μουλαρήσιος как с (ново)греческого переводится слово μουλαρήσιος? — присущий мулу — ετεροεθνής — ανεκτίμητος — αστραμμα — αυτοκινητοδρόμιον — κυνηγητό — παραδεκτός — βιαιότητα — ασβεστοποίηση — ετυμολόγος — σώτρο — επιστήριξη — μετρητής — αναστηλώνομαι — μεταπουλητής — δικρανίζω — αιμοδοσία — άστεγος — αφύπνιση — κλειδοκόκκαλο — νευρίτης — σαβάνα |
|||