Новогреческий словарь
μουλαρήσιος
μουλαρήσι|ος
присущий мулу
;
~ο πείσμα — ослиное упрямство
;
~ο κεφάλι — упрямая голова, упрямец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
присущий мулу
? —
μουλαρήσιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μουλαρήσιος
? — присущий мулу
#
(ново)греческий словарь
—
εκδρομή
—
υπερβέβαιος
—
συνταρακτικά
—
αφομοιωμένος
—
θρησκευόμενος
—
περιοδολόγηση
—
απαστράφτω
—
ηθώ
—
θεριστικά
—
ίγγλα
—
ραγιστός
—
ανεπιτήδειος
—
ρουμπινένιος
—
αλαχτάριστος
—
τοποθεσία
—
μυριοστημόριο
—
ροπαλοφόρος
—
υδατίς
—
ψυχοπνευματικός
—
ανακύπτω
—
ξέχωσμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве