|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνδιαλλασσόμενος? — — αποσάθρωση — συνεκδοχικός — κράξιμο — ξεφορτώνω — απάλειψη — ξαγρύπνημα — ηλεκτροκινητική — φεύ — μιλιταριστικός — σουβλί — αλλαξιθρησκεία — μπιρμπίλω — ουρογεννητικός — αρετσίνωτος — ραιβόπους — αποσχολάζω — Εισόδια — ημιαγωγός — αγριοκόκκορας — αγώνας — ισο- |
|||