|
верхом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово верхом? — ιππαστί как с (ново)греческого переводится слово ιππαστί? — верхом — αναλώσιμος — αποζευγνύω — αλυτρωτισμός — τροχίσκος — μαέστρος — ποδοκρουσία — αχρήστευση — αριστοκράτης — καίρια — βηχικά — Βερολινέζα — ανταποδοτικός — εγκοιλαίνω — ινώδες — πολτοποίηση — ασάλπιστος — μενεξελί — δελτίο — συγκρατημένος — ιδιολάτρις — διαδραματίζομαι |
|||