|
1) вывихнуть; 2) свернуть (шею и т. п.); 3) душить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вывихнуть? — στραμπουλίζω как на (ново)греческом будет слово свернуть? — στραμπουλίζω как на (ново)греческом будет слово душить? — στραμπουλίζω как с (ново)греческого переводится слово στραμπουλίζω? — вывихнуть, свернуть, душить — τουμπελέκι — φαρμακοσυλλέκτης — διαμονητήριος — συριακά — αργοκέρι — κοκκύζω — γλωσσογραφία — βαθμιδωτός — χρυσοκαρακάξα — αιλουροειδής — αστραποβολητό — μπακαλάος — αντιγραφικά — λυχνοσβήστης — κλυστήρι — μειονοτικός — θαλερότητα — φαροφύλαξ — τζαμωτός — κυβερνητικός — αυτογεμής |
|||