|
вишнёвый (о цвете) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вишнёвый? — βύσσινίος как с (ново)греческого переводится слово βύσσινίος? — вишнёвый — φουβού — εμπυώ — εξοργισμένος — εννοια — αυθυπνωτιομός — ηδονιστικά — μετροτράπεζα — πέρδομαι — οδοντοκοίλωμα — χεροβολιά — Τούρκος — αναστάτωση — άστροφος — ψοφώ — ζίζυφος — μουσαμάς — αποκοιμάω — ποώδης — αντίρροια — χαρτοπαιξία — μαστιχόδεντρο |
|||