|
η вклинивание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вклинивание? — ενσφήνωση как с (ново)греческого переводится слово ενσφήνωση? — вклинивание — κουρέας — υπότροπος — διαδρομέας — Αυστραλή — δωρεά — ησυχαστήριον — πόδας — καταλήστευση — επιφράττω — τριτάρης — τζάμι — αποκτώ — αιματοστάτης — ψύχρα — εκτελεστήριον — φαφλατιά — ψωμάδικο — μοιρολατρεία — δεκατετραέτις — γεζουίτης — αλωνιστικός |
|||