Новогреческий словарь
βαρυποινίτισσα
βαρυποινίτισσα
η
та(__,__) кто приговорен к тяжкому наказанию
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
та, кто приговорен к тяжкому наказанию
? —
βαρυποινίτισσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
βαρυποινίτισσα
? — та, кто приговорен к тяжкому наказанию
#
(ново)греческий словарь
—
στενογράφημα
—
μελάνη
—
αρχετυπικός
—
δέος
—
αφηγούμαι
—
ανεξόφλητος
—
αυτοκολακευόμενος
—
υπνώττω
—
διαλευκαίνω
—
καλ(ο)-
—
μανίκα
—
αυτόχρωμος
—
αλευρού
—
αετός
—
αερώθηση
—
ιερολοχίτης
—
εξήρυγον
—
επονειδιστικός
—
μυτοτσίμπιδο
—
παροξύνω
—
ακταία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω