|
плоско-выпуклый (о линзе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плоско-выпуклый? — επιπεδόκυρτος как с (ново)греческого переводится слово επιπεδόκυρτος? — плоско-выпуклый — νιχιλιστικός — βροτολοιγός — ερωτηματικός — ξίφιον — γνώση — κατοπινός — βαφικός — ταφόπλακα — σχίστης — περιφρόνηση — στραγγίζω — γιαβάς — φθαρτός — ποιότητα — υπεργολάβος — σκιρρωνοζέφυρος — αυλαία — ακάλυπτος — αθέριστος — ξυλόλιθος — εξετάσιμος |
|||