|
παθ. αόρ. от σπέρνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σπάρθηκα? — — επαναφορεύς — σάρπα — ραδιοτεχνία — αιωνιότητα — προλετάριος — στεγανότητα — αναπλειστηριάζω — αλιπηγή — τεκνοκτονία — φουκαριάρα — παράτολμος — χαρτοφύλακας — Βιολέτα — επίτευγμα — απρόσμενος — κούλουρη — αστακόχρωμος — απόπλυμα — νοεμβριάτικος — βραζιλιανός — αναθυμώ |
|||