|
(αόρ. ελαφρόσυρα) легко, без усилий тянуть (что-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово без усилий тянуть? — ελαφροσέρνω как с (ново)греческого переводится слово ελαφροσέρνω? — без усилий тянуть — περισώζομαι — κολάνι — κολώνια — δαμαλίζω — όσπριο — σταυλίτης — μαντίλα — απολογήτρια — απόφοιτος — αλαταποθήκη — αναστομώνομαι — αγαπησιάρης — τρεμοφέγγω — αδικοκραίνω — κεραμίστας — εξόστωση — ατυποποίητος — λουστράρισμα — ασυνερισιά — γραφείο — αντιπροσωπευμένος |
|||