|
η 1) юр. защитительная речь; 2) перен. заступничество #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово защитительная речь? — συνηγορία как на (ново)греческом будет слово заступничество? — συνηγορία как с (ново)греческого переводится слово συνηγορία? — защитительная речь, заступничество — μόρον — απαράδεκτα — διατηρήσιμος — νεροπούλα — μυταρού — βρογχικά — ευρωπαϊκός — ανθοβολώ — αναμοιομορφία — επανάκληση — ισπανιστί — επιζώ — βάραθρο — αδέσποτος — αντιπαθώ — ατρίχωτος — αμφιπρόστυλος — φασματοσκοπία — υποτέλεια — μαία — ανθόστρωτος |
|||