|
герцогский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово герцогский? — δουκικός как с (ново)греческого переводится слово δουκικός? — герцогский — καπαρωμένος — άρρηχτος — κυρτότητα — εναλλάσσομαι — βύσσινόχρους — σπανακόρυζο — μονόχορδος — επιδικάζω — θαυμαστά — ενειμα — χιλιομέτρηση — υλοζωικός — χελωνοβότανο — απομαγνητοφώνηση — επίστρατος — προεξαποστέλλω — οδηγητής — χαρτωσιά — σίφουνας — φωστήρας — ετέρωθεν |
|||