|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλάργος? — — εκρίθη — μάννα — κυριακάτικα — προσχέδιο — νοσήλια — κοτσίδα — συνοφειλέτις — ακατάκριτος — πριονιστικός — ανασαιμιά — κονσερβάρισμα — ημίσκιο — αναπηρικός — απομονωτήρας — κοθρίτης — ζεύομαι — καρβέλι — υστεροχρονολογώ — γουβώνω — δυναμομεταμόρφωση — μπουστάκι |
|||