|
(-ωνος) ο мыло; αρωματικό ~ — туалетное мыло #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мыло? — σάπων как с (ново)греческого переводится слово σάπων? — мыло — αγραβανί — αυτοκάθαρση — σκιάγραμμα — πρωταγωνίστρια — οδοντοβόθριον — νυχτώνει — χαρτόσημο — νυχτώνομαι — ασφυξιογόνος — ενενηκοντούτης — κρεατόπιτα — δυσπορηγόρητος — φιγουρατζού — κρούσμα — ακαροειδής — αυθύπαρκτος — αποπληθωρισμένος — ανάγελο — άδεντρος — ζωφόρος — μασούρι |
|||