|
το колено; ώς τά γόνατα — по колено; μού κόπηκαν (или λύθηκαν) τά ~τα — [phrase]у меня ноги подкосились [/phrase] (от усталости, страха) ; === ένα ~ — по колено, очень много; έπεσε ένα ~ χιόνι — [phrase]снегу выпало по колено[/phrase]; τό χιόνι πήγε (или έφτασε) ένα ~ — [phrase]снегу было по колено[/phrase]; τό νερό ανέβηκε ώς ένα ~ — [phrase]вода поднялась больше чем на полметра[/phrase]; τό πανταλόνι εκανε ~τα — [phrase]брюки вытянулись в коленях[/phrase]; μού φιλάει τά ~τα — [phrase]он меня умоляет[/phrase]; είναι γραμμένο στό ~ — [phrase]написано через пень колоду или левой ногой[/phrase]; τό γλέντι (ο χορός) πήγε ~ — [phrase]мы здорово погуляли [/phrase] (потанцевали) ; άν δέν κοπιάσουν ~τα, καρδιά δε θεραπεύγεται — посл. = [phrase]без труда не вытащишь и рыбку из пруда[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колено? — γόνα как с (ново)греческого переводится слово γόνα? — колено — λεμφαγγειίτιδα — γουλάρης — απόλωλος — κολοκάτσι — βιβλιοφάγος — επιβράβευση — ακατάβλητο — φονικός — διαντίδραση — οπίσω — προγόμφιοι — ψυχίτζα — πισκαλώ — χινοπωριάτικος — αργόσχολος — κοπαδιαστά — φουστανελλάς — εγκαινίασμα — οπλαποθήκη — εναρκτικός — σεισμολογικός |
|||