Новогреческий словарь
οροϊστορικός
οροϊστορικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
οροϊστορικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
προσαρμογή
—
άπαστρος
—
κατασχέτω
—
αριστερόχειρας
—
καθιστά
—
συγκρίνω
—
λοιδορώ
—
κεφαλόβρυση
—
καταστηματάρχης
—
πυθμένας
—
συντονίζω
—
μαγνητόνιο
—
κατρακυλάω
—
δωμάτιο
—
ακορφος
—
στείρευμα
—
δωρήτρια
—
βλέφαρο
—
έγκαυμα
—
σεβνταλής
—
αετιδεύς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве