|
вооружённый дубинкой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вооружённый дубинкой? — ροπαλοφόρος как с (ново)греческого переводится слово ροπαλοφόρος? — вооружённый дубинкой — υαλότοιχος — απολιχνίδι — βουρβουλίζω — σπαθόλαμα — πρωϊμότητα — ψυχοσώστρα — καπνοκαλλιέργεια — καθίζω — εξαγιασμός — ελατόν — δυσώνυμος — εξαγριούμαι — λεωφορειακός — εκμαίνομαι — κατοπτρισμός — μπαστίνα — δαμαλίδα — τρύπα — παρομοίως — σύνορο — αυτουργία |
|||