|
το шипение (масла, мяса и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шипение? — τσιτσύρισμα как с (ново)греческого переводится слово τσιτσύρισμα? — шипение — γητεύτρα — επωαστήρ — ετικέττα — καλογεννημένος — λυδικός — επειγόντως — αντιπολιομυελιτικός — εξωθούμαι — βοτανοπώλης — γηραντικός — αράπω — επέθεσα — ποντικί — κόρος — ασημοζώναρο — πεντάς — μετάφραση — διδασκάλισσα — αποτόνωση — οικογενές — εξεύρον |
|||