|
обеспеченный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обеспеченный? — ανενδεής как с (ново)греческого переводится слово ανενδεής? — обеспеченный — χαρτζιλικάκι — λιθόστρωτο — ζιζάνιο — μπερδεψιά — δηλητηριαστής — λορυγγολόγος — διχασμός — αρχοντογεννημένος — αρραβωνίζω — μπαμπακοχώραφο — στενοκέφαλος — ξένος — φορόσημο — μπαίν-μίξτ — απλοχέρης — αποστοματίζω — ανεξόρυκτος — πολυμορφικός — αμπελόφυτος — ιταλικός — υπεγγύηση |
|||