|
длинношеий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово длинношеий? — μακρολαίμης как с (ново)греческого переводится слово μακρολαίμης? — длинношеий — στολαρχώ — αβάντσο — αντίστροφος — κοκιανοβαμμένος — τσάτρα-πάτρα — επιμήκυνση — κοινοπραξία — αβαθύρριζος — υψικόρυφος — φλοιοβαφή — δίνη — σχετικοκρατία — ξεκουβαριάζω — διάψευση — αναπιασμένος — ελαιεμπόριον — νομάτισμα — αντιπαράδοση — ψώριασμα — διαδηλώνω — μπόγιας |
|||