τρεχάτ|ος

формы словаβ
τρεχάτ|ος
бегущий;
          ήρθε ~ — [phrase]он примчался[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово бегущий? — τρεχάτος
как с (ново)греческого переводится слово τρεχάτος? — бегущий


προσβατότηταγυροβολιάκατάκοιτοςχαρτοβιβλιοπώληςαναγγελτήριοςάσκιαχτοςγκρεμοτσακισμένοςηλεκτροπτικόςανατινάζωαυθάδισσαΚεραμεικόςειλεόςχρηματοπιστωτικόςπαρεκτρέπομαινοσοκομειακόρότορεπιπλαρισμένοςβουναλάκισαθρόςκατακριτέοςκαραπουτσακλάρα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit