|
бегущий; ήρθε ~ — [phrase]он примчался[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бегущий? — τρεχάτος как с (ново)греческого переводится слово τρεχάτος? — бегущий — προσβατότητα — γυροβολιά — κατάκοιτος — χαρτοβιβλιοπώλης — αναγγελτήριος — άσκιαχτος — γκρεμοτσακισμένος — ηλεκτροπτικός — ανατινάζω — αυθάδισσα — Κεραμεικός — ειλεός — χρηματοπιστωτικός — παρεκτρέπομαι — νοσοκομειακό — ρότορ — επιπλαρισμένος — βουναλάκι — σαθρός — κατακριτέος — καραπουτσακλάρα |
|||