|
осенний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осенний? — χινοπωριάτικος как с (ново)греческого переводится слово χινοπωριάτικος? — осенний — εντομοφάγος — αλιεύς — ποδίσκος — ολοσκόρπιστος — κοσμήτρια — κομπώνω — υφαρπάζω — κρυφοδαγκανιάρης — πυραμιδοειδής — σπειροειδής — κατουρλόκαιρος — απόκοττα — κράχτης — αδιάγνωστος — ακελάϊδητος — φατρία — αεροδιάδρομος — λουβιά — πισωδρόμισμα — επιτηρήτρια — ανερώτηγος |
|||