Новогреческий словарь
αισθητισμός
αισθητισμός
ο 1)
эстетизм
;
2)
эстетство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эстетизм
? —
αισθητισμός
как на
(ново)греческом
будет слово
эстетство
? —
αισθητισμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αισθητισμός
? — эстетизм, эстетство
#
(ново)греческий словарь
—
καλοπερασάκιας
—
ανομοιομερής
—
δηλονότι
—
παραζάλη
—
κόπια
—
πταισματοδικείο
—
φιλοπεριέργεια
—
στάχυ
—
σκιρρωνοβορρας
—
χλόη
—
αργοσάλευτος
—
ευεργέτισσα
—
καστανό
—
αδιαφιλονείκητος
—
βοώδης
—
υποστρέφω
—
αντεισηγητής
—
γλυκοτραγουδώ
—
ιδρυματοποιούμαι
—
οντουλασιόν
—
πλεόνασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве