|
ο 1) эстетизм; 2) эстетство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эстетизм? — αισθητισμός как на (ново)греческом будет слово эстетство? — αισθητισμός как с (ново)греческого переводится слово αισθητισμός? — эстетизм, эстетство — βούκινο — αύθις — σιδηροκατασκευή — υφασματεμπόριο — αμελκτικός — φαρμακοτεχνία — ξεβίδωμα — αδωρος — αντασφαλιστής — ρογιάζω — συναρμόζω — οκτάεδρο — γαλεάγρα — πυξός — ασυμπλήρωτος — οινοπνευματώδης — ήκιστα — μωρέ — υποσμία — κολακευτικός — εννέα |
|||