|
το хитрец; обманщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хитрец? — κατεργάρικο как на (ново)греческом будет слово обманщик? — κατεργάρικο как с (ново)греческого переводится слово κατεργάρικο? — хитрец, обманщик — ακαταπίεστος — ορθοδοντική — πολφώδης — απογοητευτικός — κατασκοπευτικός — αντίφαση — Γραικός — ωτοασπίδα — καταχαίρομαι — δοξαστικός — εκδυμα — ξεσπώ — δοκίμασμα — πρωτοπρεσβύτερος — χορευτικός — συνεσταλμένος — οξαλίδα — παρασκηνιακά — ψαλτικός — αντιβραχίων — αργοζυγιάζω |
|||