|
το 1) пол; 2) этаж #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пол? — πάτωμα как на (ново)греческом будет слово этаж? — πάτωμα как с (ново)греческого переводится слово πάτωμα? — пол, этаж — ταμπουρώνομαι — αναντάλλακτος — καλιά — επακολουθώ — αξία — τριάλμπουρος — εξονύχιση — πάχτωμα — εκπληρώνω — βαλελίκι — ξετρυπώνω — ξεχαρβαλώνω — μαζέττας — σεναριογράφος — βρισίδι — σμαραγδοειδής — πρωτοκολλήτρια — αντεπιστέλλω — ηνιοχώ — ζυγώνω — σελιδούλα |
|||