|
το родословная (породистых животных) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родословная? — γενεαλόγιο как с (ново)греческого переводится слово γενεαλόγιο? — родословная — μαυροντυμένος — ενύπαρκτος — συσσωματώνω — λεβεντονιά — αφουγκράστρα — κοίτη — υπερνικώ — πληροφορία — κτυπιέμαι — νταβίδι — συνέπειες — δαδιάζω — παρτιζάνα — αλοθήκη — διοκολλώ — χονδρέμπορας — δασοτόπι — μίλτινος — θαυμαστής — καταβύθιση — συστρέφω |
|||