|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αδέρφωμα? — — κοντοβράκι — διασκέλισμός — μάππας — εκφωνημένος — σωστικός — στένωση — ατσαλοσύνη — αγνώριμος — ιδικός — καταδικάζω — ζητιανειά — δεσπέντσα — αργυρίτις — αναρπάζω — θερμά — στραπάτσο — σκυτάλη — σεξουαλισμός — ανελήφθην — υπερυπουργός — ηλεκτράμαξα |
|||