|
το 1) гниль; 2) перен. (старая) развалина (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гниль? — σάψαλο как на (ново)греческом будет слово развалина? — σάψαλο как с (ново)греческого переводится слово σάψαλο? — гниль, развалина — αδιάτμητος — αφάνταχτος — ύσσωπος — καμπουριασμένος — χονδρίλλα — παραπληγία — βραχυπρόθεσμος — μετεωροσκόπιο — επιφαινόμενο — αραβόσιτος — ασκέπαστος — βραδύνω — οστρακοφόρος — πλείστος — κοινότοπος — επισήμανση — ευεργετώ — ακτινογραφώ — παραμύθα — οπάλλι — αμφίτομος |
|||