|
τα (мн.ч. от ους) уши; ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω! — [phrase]имеющий уши да услышит[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уши? — ώτα как с (ново)греческого переводится слово ώτα? — уши — αναστένω — αντιπρόκληση — δεκαπλούς — έμμοχθος — σκάλτσα — ταχυκίνητος — υπερυποφυσισμός — βαρωνος — διαμορφώνομαι — Κρασομηνάς — φαλτσαστέκκα — πιτσιλάδα — ειλεός — ισορροπημένος — φραγκολεβαντίνα — επίκτητος — ξενιτιά — αιάντειος — δυνατός — ποικιλοτρόπως — μήριγξ |
|||