|
прям., перен. связанный (тж. хим.); είμαι ~ — связанный словом, обещанием #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово связанный? — δεσμευμένος как с (ново)греческого переводится слово δεσμευμένος? — связанный — επωνύμιο — αρυμοτόμητος — κακοδιάθετος — ανεπιεικής — σινολόγος — γράδος — μπέκ — διαλαλητής — μονοσυλλαβικός — Αρμένιος — εξακουσμένος — ιστογένεση — βράκα — δυστοπία — φαρδαίνω — ολιγόστιχος — διημερεύω — κατασπαταλώ — ακουστικώς — άδηκτος — παλαιώνω |
|||