Новогреческий словарь
αυταρέσκεια
αυταρέσκεια
η
самодовольство, самолюбование
;
μέ ~ — самодовольно
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
самодовольство
? —
αυταρέσκεια
как на
(ново)греческом
будет слово
самолюбование
? —
αυταρέσκεια
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυταρέσκεια
? — самодовольство, самолюбование
#
(ново)греческий словарь
—
πορηνοειδής
—
αποκαίομαι
—
γαμπρίζω
—
ενσαρκώνω
—
ασβολώνω
—
φαρμακοποιία
—
δικολόγος
—
σημαιοφόρος
—
τηλεφωνικώς
—
τερέτισμα
—
ατριγύριστος
—
γαλακτοβιομηχανία
—
πενηντάρικος
—
σακχαρούχος
—
μακρυχέρης
—
επιβράχυνση
—
αυτογένεσις
—
αδιασαφήνιστος
—
ποτάσσιον
—
βωλογυρίζω
—
επουράνιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве