Новогреческий словарь
αυριανός
αυριανός
1)
завтрашний
;
2)
будущий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
завтрашний
? —
αυριανός
как на
(ново)греческом
будет слово
будущий
? —
αυριανός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυριανός
? — завтрашний, будущий
#
(ново)греческий словарь
—
αναισθητοποιώ
—
ενορχος
—
γελέκι
—
ξεμανταλωμός
—
διάκορος
—
ψιάθιον
—
εξεικονίζομαι
—
συντελούμαι
—
μαγνησιακός
—
ερημώ
—
μηχανοκρατία
—
τριαρχία
—
ανακαίνισμός
—
αναλιγώνομαι
—
καλοστεκάμενος
—
ποντικός
—
συγκρουσιακός
—
στεατουργείο
—
καλλωπιστήριο
—
ταξιδιάρικος
—
κοταμεσήμερο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве