|
переплетать (книги) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переплетать? — σταχώνω как с (ново)греческого переводится слово σταχώνω? — переплетать — μεταγωγός — πεθερός — πιπίλισμα — εξομαλυντικός — κοιμούμαι — πασσατέμπος — οδοντοθεραπεία — Μαρόκο — καλοκαιρινά — άκαρπος — βακχεία — ορθώνω — σαρκικός — Θεομήτωρ — αποψιλωτικό — χούγιασμα — αντιλαϊκά — εύρος — ενδέχεται — σομπρέρο — κώλωμα |
|||