Новогреческий словарь
δοκούν
δοκούν
το :
κατά τό ~ — по желанию, по усмотрению
;
πράξε κατά τό ~ — [phrase]делай, как хочешь [/phrase] (как знаешь)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
δοκούν
? —
#
(ново)греческий словарь
—
επιδένω
—
μπαλωματής
—
τουρκόγύφτισσα
—
αυτοσυντήρητος
—
κακοδιοικούμαι
—
ραφιδογραφία
—
καρρολόγος
—
άξυλος
—
νανουρίζομαι
—
μπασιμπουζούκος
—
ανημέρωτος
—
ακομμάτιαστος
—
γουώτερ-πόλο
—
καβαλώ
—
κοιλαρά
—
υπνοφόρος
—
βυνοποιία
—
ταχινή
—
ειρηνική
—
λυγινος
—
ενδιααμένω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве