Новогреческий словарь
ξερρηχαίνω
ξερρηχαίνω
(αόρ. (ε)ξερρήχανα )
мелеть
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мелеть
? —
ξερρηχαίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξερρηχαίνω
? — мелеть
#
(ново)греческий словарь
—
ανυσματικός
—
ξέπασχα
—
αδηλο
—
βίαιος
—
νομικά
—
κατασιγάζω
—
αντίθετα
—
μεσόπλευρος
—
κολύμπι
—
αιματόσταση
—
δεκαοκταπλάσιος
—
κρίνος
—
ξυλοκερατιά
—
ύπουλα
—
μούγγα
—
Αργεντινέζος
—
αχώρεγος
—
ανεκμετάλλευτος
—
παραβάλλω
—
δωρολήπτης
—
σακκοβελόνη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве