|
ο : γερο-μπαμπαλής — глубокий старик, древний старец #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μπαμπαλής? — — μαρμαρουργός — ακαυχησία — ευεπιφόρως — αλοφροσέρνω — χεροκρατώ — τιτανομαχία — παρθενοφθορία — ριπίδι — αρνάκι — ημιδιαφανής — φαγγρίζω — λάβαρο — ιμάντας — ξεγάντζωμα — αγώι — στασίασμός — υπομοχλεύω — συγκεντρωτικά — οφιόδηκτος — λιγοζώητος — επιμέτρηση |
|||