Новогреческий словарь
μπαμπαλής
μπαμπαλ|ής
ο :
γερο-μπαμπαλής — глубокий старик, древний старец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπαμπαλής
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σκούδον
—
Ολλανδός
—
γρούμπος
—
δικαιοδότις
—
αργολόημα
—
ανθρακόκονη
—
αναχασμιέμαι
—
αισθητοποίηση
—
διαφορεύω
—
ανεκμαύλιστος
—
ξανοίγω
—
δευτερόγαμος
—
περίτρανα
—
καυστικός
—
ξεκαλουπώνω
—
φυράω
—
ευφορία
—
ουρανογραφικός
—
γελάστρια
—
μηχανολογία
—
βάϊσμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве