Новогреческий словарь
χειμωνικός
χειμωνικός
зимний
;
τά ~α — а) зимняя одежда; б) зимние постельные принадлежности
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
зимний
? —
χειμωνικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
χειμωνικός
? — зимний
#
(ново)греческий словарь
—
αψέκαστος
—
κακολόγος
—
κροκοσυλλέκτης
—
φυματιολογία
—
Αλβανίδα
—
φιλές
—
γενεσιακός
—
σάκχαροτό
—
μοιρολάτρης
—
μάλωμα
—
γουργούρισμα
—
μουστακοδέτης
—
ραδιολόγος
—
κοιλαράς
—
καστανότοπος
—
καταδρομικό
—
ανθρακοφορτίον
—
αραδαριά
—
αδιαφανής
—
ραδιόφωνο
—
ακαψάλιστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве