|
не измеренный топографически #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не измеренный топографически? — αχωροστάθμητος как с (ново)греческого переводится слово αχωροστάθμητος? — не измеренный топографически — σύμμειγμα — αγκυροβόλι — αναλύτρια — υπογάστριο — αγανά — ατύχημα — βήμα — ανομιμοποίητος — προξενικός — βιοφωτογραφία — ψαχουλευτός — μαουνιέρης — μηδισμός — ξέγνοιαστα — καθρέφτης — καλά — διαφάνεια — στρατοκράτης — σπυριάρικος — υποπλεύριος — οικοδομητικός |
|||